Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Πλεύση Ελευθερίας. Μετά και τις εθνικές εκλογές 2019.



Πλεύση Ελευθερίας. Μετά και τις εθνικές εκλογές 2019.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η Πλεύση απέτυχε και στις εθνικές εκλογές. Το κακό, βέβαια, είχε διαφανεί πολύ νωρίτερα – πολύ πριν και τις ευρωεκλογές. Η χωρίς τύχη (για πολλούς λόγους) αίτηση επανακαταμέτρησης των ψήφων, που ζητήθηκε με επίσημη αιτιολογία την επιδίωξη αύξησης του ποσοστού από το 1,46% για να φτάσει το όριο της κρατικής επιχορήγησης (1,50%) και να λάβει αυτήν, αποτελεί σαφή ομολογία της απόλυτης αποτυχίας, παρότι η εμπλοκή της Singular Logic και η απουσία αναλυτικής ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων επιτρέπουν τουλάχιστον εύλογες απορίες για το αδιάβλητο της διαδικασίας.
Πριν πω οτιδήποτε άλλο, είμαι υποχρεωμένος να καταγράψω ότι, όχι από δική μου επιλογή, έχω τεθεί εκτός του «κεντρικού πυρήνα» και εν γένει των εσωτερικών πραγμάτων της Πλεύσης ήδη εδώ και πολύ καιρό (από τις αρχές του 2018, αφότου έκλεισε ο κύκλος που οδήγησε στην – τελικά αποτυχημένη – Πανελλήνια Διάσκεψη Εργασίας της Πλεύσης τον Οκτώβριο 2017).
Αυτό φυσικά δεν έγινε επειδή άλλαξαν οι πολιτικές απόψεις μου ή οτιδήποτε ανάλογο. Μάλλον ενόχλησεπαρά την πρόθεσή μου – το γεγονός ότι έθεσα (γραπτώς, απευθείας και μόνο στη Ζωή) μια σειρά από ζητήματα σχετικά με τη συγκρότηση της Πλεύσης, τη δημοκρατική της λειτουργία και νομιμοποίηση, τα οικονομικά της, ακόμα και το θέμα των συνεργασιών με άλλους χώρους.
Ήταν συνειδητή επιλογή μου όλο αυτό το διάστημα να μην κάνω οποιαδήποτε τοποθέτηση σχετικά με τις επιλογές που είχαν προηγηθεί της εκδίωξής μου αλλά και με εκείνες που ακολούθησαν, προκειμένου να μην προκαλέσω οποιαδήποτε βλάβη στην Πλεύση, παρά τις αντιρρήσεις και τις  διαφωνίες μου. Ακόμα και μετά την αποτυχία των ευρωεκλογών, τοποθετήθηκα αντικειμενικά για αυτή αλλά και για τις δυνατότητες που πάντα πίστευα και πιστεύω ότι έχει η Πλεύση. Αντί επαναλήψεων μπορεί κανείς να δει εκείνη την ανάρτησή μου:  http://tiny.cc/wcei9y
Αν έχει κανείς απορία για το αν, παρά ταύτα, εγώ ψήφισα την Πλεύση στις πρόσφατες εκλογές, δεν μπορώ να απαντήσω γιατί η ψήφος είναι μυστική. Πάντως και στα δύο τμήματα που έκανα εκλογές ως δικαστικός αντιπρόσωπος (σε μικρά χωριά της Μεσσηνίας και της Λακωνίας) η Πλεύση έλαβε ψήφους 2 σε σύνολο 140 και 3 σε σύνολο 90 αντίστοιχα…
Όμως οφείλω στον εαυτό μου και στους φίλους που στάθηκαν κοντά μου να καταγράψω το γεγονός ότι δεν είμαι συνυπεύθυνος για την κατάσταση της Πλεύσης και για τη ραγδαία πτώση της απήχησής της και τη διπλή εκλογική αποτυχία. Κάθε άλλο. Πλέον έχει φτάσει η ώρα της κριτικής αλλά και της λήψης αποφάσεων για μια πορεία προφανώς διαφορετική από εκείνη που ακολουθήθηκε εδώ και καιρό και οδήγησε στη σημερινή αποτυχία.
Μέσα στις 65 ημέρες που έχουν περάσει από τις εκλογές με έκπληξη διαπίστωσα στις τοποθετήσεις που προέρχονται από την Πλεύση Ελευθερίας την παντελή απουσία κάθε ίχνους αυτοκριτικής, συλλογικής ή ατομικής.
Στην ουσία, σχεδόν σε όλες τις τοποθετήσεις που είδα, υποστηρίζεται μέσες-άκρες ότι η Πλεύση τα είπε και τα έκανε όλα σωστά, υποβάλλεται ένα ευχαριστήριο – σχεδόν όπως στα Όσκαρ – προς όσους κατάλαβαν πόσο καλά τα είπε η Πλεύση και της έδωσαν την ψήφο τους, απευθύνεται ένα κατηγορητήριο  προς όλους τους υπόλοιπους για το αποτέλεσμα της λανθασμένης ψήφου τους και όλοι καταλήγουν ότι πάμε παρακάτω, χωρίς καμία ανάληψη ευθύνης ή έστω καταγραφή σφαλμάτων. Όλα καλά, όλα ανθηρά!… Τα ίδια, με την ίδια περίπου σειρά κιόλας, βλέπει κανείς σχεδόν σε όλες τις τοποθετήσεις (που εγώ είδα) από πρόσωπα που έδωσαν αυτή τη μάχη για την Πλεύση ή με την Πλεύση, υποψηφίους και μη, υπευθύνους και μη, πολυγραφότατους και μη, πολυλογάδες και μη…
Όλα τα παραπάνω συνοψίστηκαν στην πρώτη συνέντευξη της Ζωής μετά τις εκλογές (στις 25-7-2019 στον κ. Χουδαλάκη – Parapolitika FM), στην οποία επίσης δεν αναλήφθηκε καμία ευθύνη ούτε και αναγνωρίστηκε οποιοδήποτε λάθος! Η ρήση «ο λαός άξιζε ένα καλύτερο αποτέλεσμα» αποτελεί μια εύηχη αναδιατύπωση του «ας πρόσεχαν».
Φυσικά ο λαός φέρει την ευθύνη των επιλογών του. Όμως το ερώτημα είναι αν του δώσαμε εμείς την εναλλακτική επιλογή με τρόπο ουσιαστικό και τι έφταιξε για το ότι αυτή δεν βρήκε τελικά απήχηση. Για αυτό, ούτε κουβέντα! Ούτε κουβέντα για το πώς η σημαντική επιρροή που κατέγραφε η Πλεύση από την ίδρυσή της και για μεγάλο διάστημα κατέληξε να εξαφανιστεί στην κάλπη. Ούτε κουβέντα για το πώς η Πλεύση από το κατάμεστο Χυτήριο στις αρχές του 2016 κατέληξε στην αποτυχία της έρημης Πανελλήνιας Συνάντησης Εργασίας (παρόντος του Μελανσόν!..) στο τέλος 2017. Ούτε κουβέντα για την αδυναμία – ουσιαστικά – εξεύρεσης έστω ενός υποψηφίου σε πολλούς νομούς, πολλώ δε μάλλον για την αδυναμία συγκρότησης σοβαρών ψηφοδελτίων (η δήθεν πολιτική επιλογή για έναν υποψήφιο σε κάθε νομό διαψεύστηκε από τα ίδια τα ψηφοδέλτια, πχ στα Χανιά υπήρχαν τρεις υποψήφιοι ενώ τρεις υπήρχαν και σε όλη την παλιά Β’ Αθήνας – ένας σε κάθε νέο Τομέα της). Και τόσα άλλα.
Δεν ξέρω (;) ποιος δρομολόγησε όλα τα παραπάνω ως μετεκλογική «γραμμή» στην Πλεύση. Αν σε κάποιους αρκεί να δικαιολογήσουν την ανεπάρκειά τους κατηγορώντας το λαό για τις επιλογές του, είναι δικαίωμά τους. Πιστεύω, όμως, ότι κάθε πολίτης, ψηφοφόρος ή μη της Πλεύσης, στο βαθμό που τον αφορά, δικαιούται μια τίμια και ρεαλιστική αποτίμηση και εξήγηση για την αποτυχία. Πολλά μπορούν να αναλυθούν και αυτό πρέπει να γίνει με τρόπο συγκροτημένο. Αυτός εξάλλου (ο τρόπος) είναι ένα από τα κυρίαρχα ζητούμενα.
Ανέφερα ήδη από την αρχή τα εγγενή προβλήματα της Πλεύσης, τα οποία είχα θέσει από καιρό: 1. Συγκρότηση, 2. δημοκρατική λειτουργία και νομιμοποίηση και 3. Συνεργασίες.  Και, φυσικά, πέραν αυτών που είναι καθαρά πολιτικά, ακολουθούν και  4. τα οικονομικά (τα οποία, βεβαίως, είναι επίσης πολύ «πολιτικά»).
Για παράδειγμα, η αυθαίρετη αλλοίωση της ονομασίας και του σήματος του κόμματος, με την εντελώς παλαιοκομματικού τύπου προσθήκη της φωτογραφίας και του ονόματος της Ζωής δίπλα και κάτω από αυτά, αποτελεί μια ξεκάθαρη και πολύ περιεκτική περίληψη των δύο πρώτων αν όχι όλων των παραπάνω.
Φυσικά, τα προβλήματα δεν ήταν μόνο αυτά. Αντίθετα, πολλά άπτονται και πολιτικών και θέσεων. Ενδεικτικά ας αναφέρω ότι η Πλεύση εμφανίστηκε προσηλωμένη αποκλειστικά στο δημοψήφισμα του ’15 και δεν εκτίμησε σωστά όλες τις παραμέτρους των μετέπειτα εξελίξεων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ως προς τις εκλογές του Σεπτέμβρη ’15 η Ζωή σε όλες τις τοποθετήσεις της στεκόταν με εμμονή στον αντισυνταγματικό τρόπο με τον οποίο η χώρα οδηγήθηκε σε αυτές και στο μεγάλο ποσοστό της αποχής, αρνούμενη την περαιτέρω ανάγνωση – η οποία βέβαια δεν είναι ότι ο λαός δικαίωσε την συνθηκολόγηση του Τσίπρα αλλά ότι μετά από αυτή δεν υπήρχε καμία συγκροτημένη πολιτική δύναμη για να ηγηθεί μιας ρήξης με την ΕΕ, με αποτέλεσμα να παγιωθεί στην κοινή συνείδηση πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (η γνωστή ΤΙΝΑ). Αυτή η παραδοχή οδήγησε και στο σημερινό αποτέλεσμα, μιας Βουλής με 100% κόμματα προσηλωμένα και προσκολλημένα στην ΕΕ και τις λειτουργίες της – συμπεριλαμβανομένου σε αυτά και του ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και πολλοί (φερόμενοι ως) υποστηρικτές της ρήξης συχνά χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος» και άλλα τέτοια χαριτωμένα, που υποκρύπτουν μια υποσυνείδητη (ή πολύ συνειδητή – κατά περίπτωση) αποδοχή της ΤΙΝΑ.
Φυσικά, το ΟΧΙ του λαού στο δημοψήφισμα ούτε έσβησε ούτε αναιρέθηκε. Για το ότι δεν υπήρξε ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση του ΟΧΙ επί σχεδόν 4 χρόνια (με τα ανωτέρω αποτελέσματα), ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η Πλεύση Ελευθερίας, που απέτυχε παταγωδώς να εξελιχθεί από πρωτοβουλία σε κόμμα αλλά και να προβεί σε προφανείς και εύκολες ενέργειες για την αύξηση της επιρροής της ακόμα και με τα τελευταία δεδομένα.
Είναι, πράγματι, πολύ ενδιαφέρουσα και ρηξικέλευθη η επιλογή ανατροπής της τυποποιημένης πλέον διαμόρφωσης των κομμάτων, που από την αρχή διακηρύξαμε. Αλλά με ποιες διαδικασίες δεικτικές έστω κάποιας επίφασης δημοκρατικής λειτουργίας; Και, τελικά, με ποιες θέσεις που προέκυψαν από ποιο/ά μυαλό/ά και με ποιον τρόπο;
Ενδεικτικό είναι το ότι, ενώ σε όλα τα κόμματα που συμμετείχαν στις πρόσφατες εκλογές έγινε κάποια συλλογική διαδικασία για να γίνουν διαπιστώσεις και να προγραμματιστούν οι επόμενες κινήσεις, στην Πλεύση επικρατεί απόλυτη σιγή και όλα (υπο)λειτουργούν όπως και πριν τις εκλογές. Κι αυτό παρότι σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα πέτυχαν λίγο-πολύ τους στόχους που είχαν θέσει ή έστω τα minima επιδιωκόμενα και η μόνη απόλυτη εκλογική αποτυχία καταγράφεται στην Πλεύση, τη ΛΑΕ και τη Χ.Α. (ποτέ δεν πίστευα ότι θα γράψω αυτά τα τρία ονόματα στην ίδια πρόταση).
Εγώ τουλάχιστον νιώθω την ευθύνη να αρθρώσω τη θέση μου, επιχειρώντας να εξηγήσω τι πήγε στραβά σε αυτή την προσπάθεια, στην οποία αφιέρωσα όλο μου το είναι, ξοδεύοντας χρόνο, ιδρώτα, σκέψεις, ιδέες και χρήματα, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
Το πρώτο, κύριο και σημαντικότερο πρόβλημα στην Πλεύση Ελευθερίας είναι το γεγονός ότι η επικεφαλής συνεχίζει να αποτελεί το μόνο πραγματικό κέντρο λήψεως αποφάσεων, αγνοώντας και απορρίπτοντας κάθε απόπειρα ή πρόταση για δημιουργία συλλογικών οργάνων. Ακόμα και ο περίφημος κεντρικός πυρήνας της Πλεύσης, του οποίου είχα την τιμή να είμαι μέλος πριν καν υπάρξει Πλεύση, ήταν και είναι (αν ακόμα λειτουργεί…) ένα ρευστό και ανομιμοποίητο όργανο, στο οποίο συμμετείχε ή έπαυε να συμμετέχει όποιος επιθυμούσε κατά καιρούς η Ζωή και για το οποίο η ίδια είχε αρνηθεί κατηγορηματικά ακόμα και τη δια βοής «εκλογή» του από το σώμα των μελών και φίλων που θα συμμετείχαν στην Πανελλήνια Συνδιάσκεψη Εργασίας, που ήταν ό,τι πιο κοντινό σε συντονισμένη συλλογική διαδικασία έχει συμβεί ποτέ στην Πλεύση. Για καταστατικό και λοιπά θεσμοθετημένα όργανα ούτε λόγος, εξ αρχής και μέχρι τώρα… Στην ίδια εξάλλου διαδικασία τον Οκτώβρη 2017 η ίδια η Ζωή προέβη στην πιο χαρακτηριστική όλων των ανωτέρω ενέργειά της, όταν ανέγνωσε στην κεντρική της ομιλία μια σειρά από «θέσεις της Πλεύσης Ελευθερίας», που ουδέποτε είχαν συζητηθεί (ή έστω ανακοινωθεί) νωρίτερα με οποιονδήποτε ακόμα και στον κεντρικό πυρήνα…
Ακόμα και με αυτή τη μορφή, κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της Πλεύσης (από τον Απρίλιο ’16 μέχρι το καλοκαίρι ’17) τα πράγματα λειτούργησαν χάρη στην (υπέρ)προσπάθεια κάποιων από εμάς να παραβλέψουμε αυτή την αυταρχική θεώρηση των πραγμάτων και να προτείνουμε, να εκτελέσουμε και να δράσουμε, αποδίδοντας όλα τα παραπάνω στη βρεφική ηλικία της Πλεύσης και προσβλέποντας στη θεραπεία τους με την ωρίμανση που έπρεπε (ή ελπίζαμε) γρήγορα να έρθει. Πολλοί, βέβαια, δεν άντεξαν και αποχώρησαν ή εκδιώχθηκαν – πολλές φορές όχι με όμορφο ή πρέποντα τρόπο.
Ήταν, όμως, πάντοτε κάτι παραπάνω από σαφές ότι ο κύριος λόγος της σταθερής άρνησης της Ζωής για κάθε αυτονόητη διαδικασία δημοκρατικής σύστασης και νομιμοποίησης οργάνων, θέσεων κλπ ήταν ο φόβος της πως πολύ βασικές επιλογές της θα αποδοκιμάζονταν από τη συντριπτική πλειοψηφία οποιουδήποτε σώματος. Κι όπου αναφέρεται η λέξη «επιλογές» εννοείται κυρίαρχα η εξής μία: η αυθαίρετη (όπως και κάθε άλλη ανάλογη) χειροτόνηση του Διαμαντή Καραναστάση ως «υπεύθυνου στρατηγικού σχεδιασμού» της Πλεύσης. Ένας φόβος που δεν ήταν καθόλου αδικαιολόγητος. Πράγματι για μια σειρά από λόγους ο Διαμαντής και οι επιλογές του είχαν ελάχιστη αποδοχή σε όσους ανθρώπους πέρασαν κατά καιρούς από την Πλεύση με οποιαδήποτε ιδιότητα. Εκ του αποτελέσματος – και όχι μόνο – αποδεικνύεται ότι η αίσθηση αυτή της μεγάλης πλειοψηφίας των στελεχών (που μάλιστα διαρκώς ανανεώνονταν χωρίς αυτή να αλλάζει) και η ευρεία αμφισβήτηση αυτής της επιλογής και των αποτελεσμάτων της δεν ήταν λαθεμένη. Όσο συμπαθής κι αν ήταν και εξακολουθεί να είναι για εμένα ο Διαμαντής, τα παραπάνω συμπεράσματα ή διαπιστώσεις έχουν τόσες αλλεπάλληλες επαναλήψεις και επαληθεύσεις που μόνο εθελοτυφλώντας μπορεί κανείς να μην τις έχει αντιληφθεί.  
Με το παραπάνω να αποτελεί – σχεδόν μόνιμα – το μείζον ζήτημα στα εσωτερικά πράγματα της Πλεύσης, ήταν λογικά επόμενο να απομένουν ελάχιστος χρόνος και ενέργεια για να διοχετευθούν στα πραγματικά μείζονα. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί η ευκαιρία για την Πλεύση. Σχεδόν όλο το 2017 κύλησε με τη φθορά αυτής της τόσο ανούσιας εσωστρέφειας και κατέληξε στην αποτυχία της Πανελλήνιας Συνδιάσκεψης Εργασίας τον Οκτώβριο 2017, η οποία μπορούσε και έπρεπε να είναι το εφαλτήριο για την εξέλιξη της Πλεύσης στον ευρύ φορέα που θα εξέφραζε τη μοναδική εναλλακτική στη σημερινή πολιτική μονοφωνία, κατέληξε, όμως, να είναι μια διαδικασία εμφατικά υποβαθμισμένη ως προς τις σημαντικότερες πτυχές της, εξαιτίας (πέραν της προαναφερθείσας εσωστρέφειας) κυρίως εξωφρενικών και εσφαλμένων επιλογών στρατηγικού σχεδιασμού
Όλα αυτά θα μπορούσαν να αναλυθούν πολύ περισσότερο και σε ενδεικτικά παραδείγματα και σε επί μέρους διαπιστώσεις. Και φυσικά, αν αυτό έχει κάποιο νόημα, είμαι διαθέσιμος για τέτοια περαιτέρω ανάλυση και συζήτηση σε οποιοδήποτε επίπεδο, συλλογικό ή προσωπικό. Όμως το πραγματικό ζητούμενο είναι ποια πρέπει να είναι η επόμενη μέρα στην Πλεύση, αν υπάρχει τέτοια.
Απαντώντας σε αυτό, πιστεύω πως κάθε καταγραφή σαν το παρόν κείμενο έχει τη σημασία της αλλά δεν αρκεί. Είναι αναγκαίο να υπάρξουν ανοιχτές και μαζικές διαδικασίες συζήτησης και κριτικής αλλά και, κυρίως, διάγνωσης της στόχευσης από εδώ και στο εξής και – καταληκτικά – λήψης αποφάσεων.
Πολύ φοβάμαι πως αντί αυτών, αν το κείμενό μου αυτό κοινοποιηθεί επαρκώς, αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι μια σειρά επιθέσεων (άλλων «με αγάπη» και άλλων καθαρών…) σε βάρος μου, ανάλογων όσων ακολούθησαν τους μήνες της εκδίωξής μου σε πιο στενό κύκλο. Αν και έχω πολλά να πω για κάθε τι σχετικό, σε τυχόν επιθέσεις σε βάρος μου και απόδοσης της ευθύνης ή μέρους αυτής σε εμένα, απαντώ προκαταβολικά πως και ο δικός μου ορισμός ως «οικονομικώς υπευθύνου της Πλεύσης» ήταν μια εξίσου αυθαίρετη επιλογή της Ζωής και μόνο… Αν και μια πρώτη δικαιολόγηση αυτής είναι βεβαίως το γεγονός ότι ορίστηκα υπεύθυνος για χρήματα που κατά κύριο λόγο (με μακράν δεύτερη τη Ζωή) εισέφερα ο ίδιος στο κόμμα.
Αν πάντως δεν προχωρήσουμε σε αυτή την αναζήτηση, είναι ξεκάθαρο ότι θα απομείνουμε μόνοι να γράφουμε ή να διατυπώνουμε προφορικά διάφορες εκτιμήσεις, κριτικές και (κυρίως) ευσεβείς πόθους.
Γιατί είναι βέβαιο πως, όπως συχνά λέει η Ζωή, η Ιστορία δεν τελείωσε, η Ιστορία δεν σταματά ποτέ. Και με τα σημερινά δεδομένα πολύ φοβάμαι πως η Ιστορία έχει βγάλει φλας, έχει βγει στο αντίθετο ρεύμα και ετοιμάζεται να προσπεράσει με μεγάλη ταχύτητα αυτή την πολύ φιλόδοξη και ελπιδοφόρα προσπάθεια που ξεκίνησε τρεισήμισι χρόνια πριν αλλά μάλλον έχει χαθεί στο δρόμο.  

10 Σεπτεμβρίου 2019
Κώστας Ζηκογιάννης
Δικηγόρος
Ιδρυτικό μέλος της Πλεύσης Ελευθερίας





Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Ευρώ ή Δραχμή; Ακόμα ένα ψεύτικο δίλημμα...

Το ερώτημα τίθεται εδώ και χρόνια ως απειλή και όχι ως αναζήτηση της ορθής λύσης. Έχοντας μελετήσει (σχετικά...), ξεκινώντας από διαφορετική αιτία αναζήτησης, τα ζητήματα που ανακύπτουν πιο κάτω σε νομικό κατ' αρχάς επίπεδο, παραθέτω μερικές σκέψεις πάνω στο ερώτημα αυτό...

Κατ’ αρχάς υπάρχουν δύο εκδοχές. Αυτή της δραχμής που θα (ξανα)εκδίδεται από την Τράπεζα της Ελλάδας και αυτή της δραχμής που θα μπορούσε να εκδοθεί από μια νέα δημόσια τράπεζα με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και μόνο, στην οποία το νόμισμα θα ήταν πραγματικά μέσο συναλλαγών και νομισματικής πολιτικής. Κι αυτό γιατί στην πρώτη εκδοχή η δραχμή θα είναι και πάλι ένα προϊόν παραγόμενο μονοπωλιακά από έναν ιδιώτη. Και τι γίνεται όταν ένας ιδιώτης παράγει μονοπωλιακά και με ελάχιστο κόστος ένα προϊόν που το θέλουν όλοι και το θέλουν όλο και περισσότερο; Είναι προφανές ότι αυτός καθορίζει και την τύχη του και την πραγματική αξία του αλλά και ότι αυτός κερδίζει έναντι όλων σε κάθε περίπτωση.

Και στην πρώτη εκδοχή, πάντως, είναι δυνατόν η δραχμή να αποτελέσει εργαλείο πραγματικής ανάπτυξης. Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχει ένα  προφανές πρόβλημα. Δεν παράγουμε αρκετά και ό,τι παράγουμε (εκτός εξαιρέσεων) δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστικό λόγω κόστους παραγωγής. Για να διορθώσεις αυτά τα δύο πράγματα πρέπει για το μεν πρώτο να προσελκύσεις επενδύσεις ή/και να κάνει το ίδιο το κράτος επενδύσεις για το δε δεύτερο να μειώσεις το κόστος αυτό. Και για τους δύο αυτούς στόχους μπορείς να κάνεις διαζευκτικά ή και σωρευτικά δύο πράγματα: είτε να υποτιμήσεις το εσωτερικό σου νόμισμα (αν έχεις τέτοιο, βλ. Τουρκία) για να γίνει ελκυστική η επένδυση ξένων κεφαλαίων είτε να υποτιμήσεις την αξία της εργασίας μειώνοντας τους μισθούς και να φορολογήσεις τον πληθυσμό, ώστε να αποκτήσεις κεφάλαια προς επένδυση (αν δεν  έχεις δικό σου νόμισμα). Όπως αποδείχθηκε, το δεύτερο σενάριο καταστρέφει ανθρώπους, γενιές ολόκληρες, και δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα αν δεν θέλει να σου δώσει οξυγόνο αυτός που τυπώνει το νόμισμα. Ο ίδιος φυσικά, όπως επίσης είδαμε, μπορεί να σου κόψει το οξυγόνο ανά πάσα στιγμή… Εξάλλου στην Ελλάδα η υπερφορολόγηση δεν έγινε για να αποκτηθούν κεφάλαια προς επένδυση αλλά για να πάνε αυτά στο βαρέλι δίχως πάτο που λέγεται δημόσιο χρέος… Σημειωτέον πάντως ότι εδώ και 10 μήνες περίπου η Ελλάδα δεν έχει λάβει δάνεια (πλην των βραχυπρόθεσμων εκδόσεων εντόκων γραμματίων) και παρά ταύτα από τα έσοδα της υπερφορολόγησης καταφέρνει να πληρώνει και μισθούς και συντάξεις αλλά και τις δόσεις των δανείων της που λήγουν (προς το ΔΝΤ κυρίως)... 

Φυσικά, αυτό που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς είναι ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το χρήμα γενικώς δεν ανταποκρίνεται σε καμία άλλη αξία, δηλ. χρυσό ή συνάλλαγμα, (δεν είναι πληρωτέο επί τη εμφανίσει, όπως λεγόταν παλιά…) και στην πραγματικότητα απλώς παράγεται από έναν ιδιώτη. Δηλαδή κάποιος τυπώνει χαρτάκια και τα βαφτίζει δραχμή ή ευρώ κλπ. και για να κυκλοφορήσουν αυτά στην αγορά πρέπει το δημόσιο να τα δανειστεί από αυτόν (επειδή απλά του παραχώρησε το προνόμιο να το εκδίδει!…). Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, στον οποίο ο εκδίδων το νόμισμα συγκεντρώνει τελικά και τον πραγματικό πλούτο, αφού όλες οι αξίες οφείλονται στην τελική σε αυτόν. Και εξ υπαρχής είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει καν πραγματικό χρήμα για να εξοφληθεί ο τόκος που οφείλεται προς αυτόν αλλά πρέπει εκ νέου να δημιουργηθεί χρήμα με τον ίδιο τρόπο για να γίνει έστω αυτή η εξόφληση… Είπαμε, φαύλος κύκλος…

Απλώς όποιος έχει δικό του νόμισμα αλλά και δική του πραγματική οικονομία (δηλαδή έχει επαρκή παραγωγή για να καλύπτει κατ' αρχήν τις βιοτικές ανάγκες του πληθυσμού του και εν συνεχεία όσο δυνατόν περισσότερες από τις λοιπές ανάγκες του) μπορεί να ρυθμίζει πιο ομαλά αυτόν το φαύλο κύκλο και να μεταθέτει για το μέλλον το αναπόφευκτο, πάντως, σενάριο της τελικής χρεωκοπίας, καθώς, όπως είπαμε, ποτέ δεν είναι δυνατόν να εξοφληθεί το δημόσιο χρέος, που δημιουργείται με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιας οικονομίας είναι (ναι, είναι αλήθεια!) οι Η.Π.Α., οι οποίες χρωστούν στην (ιδιωτική) κεντρική τους τράπεζα το ασύλληπτο ποσό των 18 τρις δολαρίων, δηλαδή το 1/3 του παγκόσμιου δημοσίου χρέους αλλά συνεχίζουν να τυπώνουν ανελλιπώς δολάρια (κι ας τα μαζεύουν σαν πετσετάκια οι Κινέζοι)… Επαναλαμβάνω, όταν λέμε «τυπώνουν» εννοούμε δανείζονται νέο χρήμα από την Federal Reserve… Βέβαια αυτοί διαθέτουν και πεζοναύτες, υποβρύχια κλπ. που βοηθάνε με άλλους τρόπους στην εξίσωση, η οποία όμως πάντα οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: Κερδίζει η (Κεντρική) Τράπεζα... Όποιος δεν το καταλαβαίνει ας παίξει μια παρτίδα Monopoly με αντίπαλο την ίδια την τράπεζα και με όλα τα χρήματα εξ αρχής οφειλόμενα σε αυτήν κι αν δεν χάσει με χαρά θα ακούσω πώς το έκανε...

Για να φτάσουμε στη δεύτερη εκδοχή της δραχμής, που θα εκδίδεται από το δημόσιο με την εγγύησή του και μόνο (χωρίς να οφείλεται αυτό σε κανέναν για να υπάρχει…). Αυτό είναι το ιδανικό σενάριο για τους απλούς ανθρώπους και το χειρότερο για το κεφάλαιο. Εξήγηση: Το δημόσιο εκδίδει χρήμα και φυσικά μπορεί να πληρώνει μισθούς και συντάξεις και να επενδύει ή να εισάγει συνάλλαγμα. Οι μισθοί και οι συντάξεις διατηρούν την αξία τους αναπροσαρμοζόμενοι σύμφωνα με τον πληθωρισμό. Το κράτος επενδύει και επιδοτεί επενδύσεις (με το χρήμα που διαθέτει) και φορολογεί τα εισοδήματα αυξητικά με γεωμετρικό τρόπο προς τα ανώτερα εισοδήματα, χωρίς φυσικά να αναιρεί τη δυνατότητα πραγματικού κέρδους. Έτσι, για να μη δημιουργείται απλά πληθωριστικό χρήμα (με τη διαρκή εκτύπωση περισσότερου χρήματος) το κράτος χρησιμοποιεί την υποτίμηση του χρήματος όχι για να μειώσει την αξία της εργασίας (αφού αναπροσαρμόζει αντίστοιχα τους μισθούς και τις συντάξεις – το ΠΑΣΟΚ το έλεγε ΑΤΑ) αλλά για να υποτιμά την αξία του συγκεντρωμένου χρήματος και να επιστρέφει μεγάλο μέρος της συγκεντρωμένης αξίας αυτής στο κράτος, το οποίο μπορεί να συνεχίζει να τυπώνει χρήμα ως μέσο συναλλαγών και όχι ως μονοπωλιακό προϊόν. Με τέτοιο «χρήμα» δημιουργήθηκε  η αλματώδης ανάπτυξη των νέων τότε Η.Π.Α. (και πάλι αυτές είναι το παράδειγμα εργασίας…). Το έλεγαν "πράσινο δολάριο" και το εξέδιδε η κυβέρνηση και όχι κάποια τράπεζα…

Ακούω συχνά ότι «αυτά δεν γίνονται στη σύγχρονη εποχή» και ότι «τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα» κλπ. Τα πράγματα όμως είναι τόσο απλά, αν συζητάμε για τη γενική αρχή. Είναι βέβαια λογικό να αναρωτιέται κανείς αν είναι δυνατόν να είναι τα πράγματα τόσο ξεκάθαρα και τόσο ευρέως ...άγνωστα!

Στην Ελλάδα του σήμερα μια τέτοια δραχμή θα γεννούσε άμεσα μια δεδομένη σημαντική υποτίμηση έναντι όλων των άλλων νομισμάτων. Θα χρειαζόταν γενναία κρατική παρέμβαση για το πάγωμα των τιμών, των μισθών κλπ. και για την εκμετάλλευση των λίγων δυστυχώς εξαγώγιμων προϊόντων μας με σκοπό την εξασφάλιση των απολύτως αναγκαίων αντίστοιχων εισαγωγών. Είναι μύθος ότι δεν θα μπορούσαμε να εισάγουμε πετρέλαιο, φάρμακα κλπ. και άλλα τέτοια γραφικά που λέγονται από την άλλη πλευρά. Όση υποτίμηση και αν υπάρξει και όση κι αν επαναληφθεί πάντα υπάρχει μια ισοτιμία. Και με αυτήν αγοράζεις ό,τι έχεις ανάγκη (ας θυμηθούμε ότι δεν είχαμε δυσκολία να εισάγουμε π.χ. πετρέλαιο τη δεκαετία του 1990 που η οικονομία έτρεχε με πραγματικούς πληθωρισμούς άνω του 30% κάθε έτος). Μην ξεχνάμε ότι παράλληλα όσο μεγαλύτερη είναι η υποτίμηση τόσο πιο θελκτική γίνεται αυτόματα η οικονομία για επενδύσεις. Αυτό ταυτόχρονα και αυτόματα οδηγεί σε ανάπτυξη. Όσο πιο μεγάλη η υποτίμηση του νομίσματος τόσο πιο άμεση η συγκεκριμένη ανάπτυξη. Αρκεί φυσικά να υπάρχει η κρατική παρέμβαση για το μεσοδιάστημα (που εύλογα υπολογίζεται σε λίγους μήνες), ώστε να αποφευχθούν καταστροφές επιχειρήσεων αλλά και να διατηρείται η εσωτερική αγοραστική δύναμη του μισθού. Το επόμενο βήμα είναι να εκμεταλλευτεί το κράτος τις επενδύσεις που θα εισέρχονται και το χρήμα που θα εκδίδει για να δημιουργήσει παραγωγή αναγκαίων αγαθών, ώστε να αυξήσει την αυτάρκεια και να οδηγηθεί σε θετικό ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών. Μόλις επιτευχθεί αυτό (αν το επιδιώκεις πραγματικά δεν είναι καθόλου δύσκολο, όταν έχεις στα χέρια σου το όπλο που λέγεται νομισματική πολιτική) θα υπάρξει και πρωτογενές πλεόνασμα όχι μόνο από τη φορολόγηση…

Θα μπορούσα να συνεχίσω στην περιγραφή της εξέλιξης μιας τέτοιας οικονομίας αλλά θα νυχτώσουμε… Μεγάλο κομμάτι από τα παραπάνω μπορεί να επιτευχθεί και με μια επιστροφή στη δραχμή της Τ.τ.Ε. Πάντα όμως θα δημιουργείται το υπέρογκο δημόσιο χρέος  που θα δίνει τη δυνατότητα σε αυτόν που τυπώνει το χρήμα να ανοίγει και να κλείνει την κάνουλα με μόνο σκοπό τη συγκέντρωση του πραγματικού πλούτου, πιέζοντας για «αποκρατικοποιήσεις», «μεταρρυθμίσεις» κλπ. εξαρτώντας τη συνέχιση του δανεισμού με τα χρήματα που αυτός τυπώνει από αυτές (σου θυμίζει κάτι;)… Γιατί, βεβαίως, αυτός που τυπώνει το χρήμα ξέρει ότι αυτό καθεαυτό (ως χαρτάκι…) δεν έχει καμία αξία. Αξία έχει η ΔΕΗ ή ο ΟΠΑΠ για παράδειγμα, που πουλήθηκε έναντι ποσού που ήταν τα κέρδη του μέσα σε μια διετία (γύρω στα 700 εκ. ευρώ και ναι, οι αγοραστές του έχουν ήδη κάνει απόσβεση!!!)… Όταν όμως σου λέει ότι δεν σου δίνω άλλο χρήμα (που εσύ του έδωσες το προνόμιο να τυπώνει – θα το επαναλαμβάνω διαρκώς!) αν δεν μου πουλήσεις τον ΟΠΑΠ, τι κάνεις; Του τον «πουλάς» ή καλύτερα του τον προσφέρεις στο πιάτο με ένα μήλο στο στόμα…

Ο μόνος δεδομένος στόχος των κεντρικών τραπεζών όλων των κρατών και, φυσικά, της ΕΚΤ, που είναι η κεντρική τράπεζα όλης της ευρωζώνης, είναι σύμφωνα με τα καταστατικά τους «η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών» και για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού δεν είναι καν υποχρεωμένες να ακολουθούν την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων των κρατών τους… Γιατί άραγε; Μήπως για τη διατήρηση της αξίας των μισθών και των συντάξεων; Όχι βέβαια! Το κάνουν γιατί πολύ απλά η υποτίμηση είναι ο μεγαλύτερος φόβος αυτών που έχουν συγκεντρωμένο πλούτο. Κάθε υποτίμηση θα ήταν αντίστοιχη με άμεση φορολόγηση αντίστοιχου ποσοστού. Για τέτοια είμαστε;…

Αυτή είναι η απλή αλήθεια περί νομισματικής πολιτικής. Όταν αυτή ασκείται (σύμφωνα με το νόμο!...) από μια ιδιωτική τράπεζα (την ΕΚΤ, την ΤτΕ ή οποιαδήποτε άλλη ή και από το Μπάμπη, δεν έχει σημασία πώς λέγεται…) και όχι από το κράτος δεν υπάρχει και πολλή ελπίδα στον ορίζοντα… Η νέα πρόκληση και πρόταση, το νέο ζητούμενο της εποχής μας θα είναι η άσκηση αυτής της πολιτικής από το κράτος, από εκλεγμένα και ελεγχόμενα πρόσωπα και όχι από διορισμένους διοικητές υπέρ αφανών ιδιωτών κι αυτό όχι από κρατισμό σαν άποψη, αλλά γιατί αυτός είναι ο αναγκαίος εκδημοκρατισμός της πιο ζωτικής λειτουργίας μιας χώρας. Ελάχιστοι γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται ότι αυτή σήμερα στην Ελλάδα δεν εξαρτάται ούτε από την Κυβέρνηση ούτε καν από κάποια δημόσια υπηρεσία αλλά έχει ανατεθεί εν λευκώ σε μια ιδιωτική εταιρεία, την Τ.τ.Ε., της οποίας το μετοχολόγιο δεν γνωστοποιείται ούτε σε Έλληνες βουλευτές, που επανειλημμένα το έχουν αναζητήσει… Ο Διοικητής της Τ.τ.Ε. ορκίζεται ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας (και καλά…) αλλά στον όρκο του δεν περιλαμβάνεται «η τήρηση του Συντάγματος και των νόμων του κράτους» αλλά η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μετόχων της Τράπεζας!... Η νέα πολιτική αναζήτηση και διεκδίκηση θα είναι αυτός ο εκδημοκρατισμός και εξορθολογισμός ενός συστήματος, που είναι φτιαγμένο για να οδηγήσει μαθηματικά σε πλήρη ανελευθερία όλους τους λαούς του κόσμου. Και μάλιστα όσο πιο ανεπτυγμένοι είναι αυτοί (καλύτερα, οι εθνικές οικονομίες τους) τόσο πιο βέβαιη και γρήγορη θα είναι αυτή η εξέλιξη.

Η τελική (δική μου) απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι πως η δραχμή μπορεί να είναι μια πρόσκαιρη λύση σήμερα, αλλά στην πραγματικότητα είτε με ευρώ είτε με δραχμή αυτό που είναι αναγκαίο και μείζον είναι μια κρατική κεντρική τράπεζα, που θα ασκεί νομισματική πολιτική υπέρ της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή του ίδιου του πληθυσμού και όχι υπέρ του εαυτού της... 

Όποιο νόμισμα κι αν εξέδιδε μια τέτοια τράπεζα θα ήταν εργαλείο και όχι προϊόν και θα οδηγούσε σε ανάπτυξη τους λαούς και όχι τους πλουτοκράτες. 

Είπα και την ξύλινη ατάκα μου και ησύχασα. Είναι όμως τόσο αληθινή που κι αν ησύχασα, αυτό θα είναι για λίγο...

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Επικουρικό Κεφάλαιο και ν. 4092/12: Ο πραγματικός σκοπός του νόμου ή πώς χωρίζεται μία ασφαλιστική εταιρεία σε "καλή" και "κακή" για να μοιραστεί αναλόγως...



Πολλά έχουν γραφεί σχετικά με τις απαράδεκτες ρυθμίσεις του ν. 4092/12 για το Επικουρικό Κεφάλαιο.  
Είναι γνωστό ότι αρκετοί δικαστές ήδη τόλμησαν (και σε εφετειακό επίπεδο) να τις ακυρώσουν στην πράξη και δεν συμμορφώθηκαν προς τας υποδείξεις...
Δεν σκοπεύω να επαναλάβω το πληρέστατο και αναλυτικό σκεπτικό των σχετικών αποφάσεων. Έχει δημοσιευτεί εκτενώς και ήδη, όπως πολλοί δικηγόροι, το έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ σε δικά μου δικόγραφα. Ομολογώ πως δεν ξέρω ποιος ήταν ο αρχικός συγγραφέας του, ώστε να τον μνημονεύσω ονομαστικά, όπως αρμόζει...
Μία μόνο παράμετρος (με τις ιδιαίτερα σημαντικές προεκτάσεις της...) δεν έχει θιγεί όσο θα έπρεπε μέχρι σήμερα στο συγκεκριμένο ζήτημα κι αυτό είναι το κύριο αντικείμενο αυτού του κειμένου.
Οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές των απαράδεκτων ρυθμίσεων του ν. 4092/12 αναφέρουν ως κύρια, αν όχι μόνη, δικαιολογητική βάση για αυτές τον "κοινωνικό σκοπό του Επικουρικού" και ως τέτοιον παρουσιάζουν την  κάλυψη των ζημιωθέντων από ανασφάλιστα οχήματα, η οποία δεν θα υπήρχε αν ...έκλεινε το "Επικουρικό Κεφάλαιο", για να συνάγουν το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία η προστασία του, ώστε να συνεχίσει να τον επιτελεί!... 
Το επιχείρημα αυτό αποτελεί κλασσικό δείγμα της επικίνδυνης προπαγανδιστικής πρακτικής της μισής αλήθειας (ούτε καν μισής...) και παραβλέπει μία σειρά από δεδομένα:
Το Επικουρικό εκτός από τις ζημιές από ανασφάλιστα οχήματα καλύπτει, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, και τις ζημιές από οχήματα "πρώην" ασφαλισμένα αλλά στην πράξη ανασφάλιστα... Όπως μάλιστα ξέρουμε πολύ καλά "οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ", το 88% περίπου των σημερινών σωρευμένων υποχρεώσεών του αφορά τέτοιες ζημιές, δηλαδή την "κληρονομιά" προς το Επικουρικό από την "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ" πρωτίστως αλλά και από "Εγνατία Ασφαλιστική" και άλλες μικρότερες... Ο κοινωνικός σκοπός, λοιπόν, του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι σήμερα κατά πρώτο λόγο (ή τουλάχιστον κατά το 88%...) η κάλυψη των "ασφαλισθέντων και μη καλυφθέντων" συμπολιτών μας, οι οποίοι οφείλουν ΜΑΖΙ με τις πρώην ασφαλιστικές τους εταιρείες και πλέον ΜΑΖΙ με το Επικουρικό Κεφάλαιο τα ποσά που επιδικάστηκαν ή θα επιδικαστούν στους ζημιωθέντες.
Η αποκρυβείσα αλήθεια λοιπόν (για την ακρίβεια αποκρυβείσα κατά ποσοστό 88%..) στο παραπάνω επιχείρημα είναι ότι με τις απαράδεκτες ρυθμίσεις του ν. 4092/12 μένουν ουσιαστικά ακάλυπτοι όλοι αυτοί οι συνοφειλέτες του Επικουρικού Κεφαλαίου, οι οποίοι βρίσκονται σήμερα καταδικασμένοι να καταβάλουν (ΜΑΖΙ με το Επικουρικό Κεφάλαιο αλλά στην ουσία ΜΟΝΟΙ αυτοί) δυσθεώρητα ποσά, για τα οποία οι ίδιοι είχαν κάνει όσα το Ελληνικό Κράτος τους επιβάλει: είχαν ασφαλίσει το αυτοκίνητό τους σε ασφαλιστικές εταιρείες που τελούσαν υπό κρατικό έλεγχο ως προς την φερεγγυότητά τους!..
Αν λοιπόν έχουμε πραγματικά ως γνώμονα τον αληθινό και πλήρη κοινωνικό σκοπό του Επικουρικού, προφανώς δεν είναι επιτρεπτό ούτε να περικόπτουμε την ευθύνη του, θεσπίζοντας αστεία ανώτατα όρια κάλυψης υπέρ αυτού, τα οποία, φυσικά, δεν ισχύουν και για τους ομοδίκους του πρώην ασφαλισμένους, ούτε να μεταθέτουμε δήθεν για το απώτατο μέλλον την όποια κάλυψη από το Επικουρικό με τη γνωστή τετραετή αναστολή εκτέλεσης. Ας μην παραβλεφθεί ότι, δεδομένων των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του Επικουρικού και των ετήσιων εισπράξεών του, θα χρειαστούν τουλάχιστον 10-12 χρόνια για να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του κι αυτό αν, ως δια μαγείας, έπαυαν πλήρως οι υποχρεώσεις από ανασφάλιστα οχήματα. Πράγμα που σημαίνει ότι, πέραν της μονιμότητας των περιορισμών στις επιδικαστέες αποζημιώσεις, στην πραγματικότητα θα υπάρξει (με αλλεπάλληλες παρατάσεις) μία μόνιμη αναστολή εκτελέσεων σε βάρος του Επικουρικού. Γι' αυτό το λόγο, εξάλλου, είναι δώρον - άδωρον ο μη περιορισμός των αξιώσεων που ήδη επιδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό, αφού η εκτέλεση θα στραφεί και εκεί (και μάλιστα ιδίως εκεί...) κατά των συνοφειλετών του Επικουρικού και το δικαίωμα αναγωγής αυτών επίσης θα είναι άνευ σημασίας  αφού επίσης δεν θα συνοδεύεται και με δικαίωμα εκτέλεσης για τον ίδιο, ως άνω, χρόνο...
Αν λοιπόν δεν καταργηθούν στην πράξη αυτά τα μέτρα (κατά πάγιο τρόπο, με αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις), το μόνο βέβαιο είναι ότι μεγάλος αριθμός από αυτούς τους "συνοφειλέτες" του Επικουρικού Κεφαλαίου, τους οποίους αυτό τάχθηκε να προστατεύσει, θα βρεθεί με αναγκαστικές εκτελέσεις να χάνει σπίτια και περιουσίες για να πληρώσει αυτά, που έπρεπε να πληρώσει η ασφαλιστική τους εταιρεία και, πλέον, το Επικουρικό. Ποιος κοινωνικός σκοπός εξυπηρετείται λοιπόν με αυτά τα μέτρα, όταν εξαιτίας αυτών χιλιάδες τέτοιοι οφειλέτες ουσιαστικά θα καταστραφούν πληρώνοντας εξ ιδίων υποχρεώσεις, για τις οποίες αυτοί είχαν ασφαλιστεί;;;
Προφανώς τίθεται το ερώτημα "από πού θα βρεθούν τα λεφτά;".... Η απάντηση ξεκινάει με το ερώτημα αν τελικά το Δημόσιο εγγυάται για τις υποχρεώσεις του Επικουρικού. Και, φυσικά, αυτό πρέπει να ισχύσει, έστω εκ πλαγίου, δεδομένου ότι την ευθύνη του ελέγχου της ασφαλιστικής αγοράς την είχε μέχρι πρότινος το Δημόσιο. Βέβαια τώρα που η ευθύνη αυτή μεταφέρθηκε φαινομενικά στην Τράπεζα της Ελλάδας το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος αυτό πρέπει να επωμιστούν όλες οι ασφαλιστικές εταιρείες μαζί, κατ' αντιστοιχία προς το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν (και που εν μέρει κληρονόμησαν από αυτές που έκλεισαν...), καθώς τα έσοδά τους από την ασφάλιση των αυτοκινήτων σε όλη τη χώρα μέσα σε ένα εξάμηνο υπερβαίνουν το συνολικό χρέος του Επικουρικού... Συνεπώς, αντί της τετραετούς αναστολής υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου, αυτό που θα έπρεπε να γίνει ήταν η αύξηση για αυτή την τετραετία της εισφοράς των εταιρειών προς το Επικουρικό στο 12%-15% του συνολικού ασφαλίστρου που εισπράττουν με ταυτόχρονο πάγωμα του συνολικού του ύψους... Δεν χρειάζεται να πω εγώ ποιοι δεν θα ήθελαν ένα τέτοιο μέτρο...
Είναι πάντως προφανές από όλα τα παραπάνω ότι στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετήθηκε κανένας κοινωνικός σκοπός και κανένα δημόσιο συμφέρον, αλλά οι νέες ρυθμίσεις έχουν άλλη πραγματική στόχευση.
Για να διακριβωθεί ποια είναι αυτή πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν το εξής απλό δεδομένο: Οι ασφαλιστικές εταιρείες που έκλεισαν (π.χ. ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ) δεν έκλεισαν γιατί συγκεντρώθηκαν υποχρεώσεις από ζημιές μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Αντίθετα, η ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ π.χ. έχοντας σοβαρό μερίδιο στην αγορά (τότε) μπορούσε να αντεπεξέλθει στις εν λόγω υποχρεώσεις αν δεν προέκυπταν τα υπόλοιπα προβλήματα (βλ. ΑΣΠΙΣ Bonds, με εξασφαλισμένες αποδόσεις κλπ.), για τα οποία βρίσκεται κατηγορούμενος ο ιδιοκτήτης της και εξαιτίας των οποίων έπεσε έξω η εταιρεία συνολικά.
Δηλαδή το κομμάτι της αγοράς της ασφάλισης αυτοκινήτων, που κατείχε η ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ (του παραδείγματος), μπορούσε να καλύψει, με τα έσοδα που παρήγαγε, τις υποχρεώσεις, που, τελικά, για άλλους λόγους, άφησε απλήρωτες.
Με λίγα λόγια, στην πράξη συνέβησαν διαδοχικά τα εξής:
  • Η ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ έκλεισε, αφήνοντας στο Επικουρικό τις υποχρεώσεις που προέκυπταν από τον όγκο των συμβολαίων που είχε.
  • Το Επικουρικό ανέλαβε αυτές τις υποχρεώσεις μεταθέτοντας τις πληρωμές του κατά 2 και πλέον χρόνια αργότερα, πληρώνοντας τελικά ένα πολύ μικρό μέρος αυτών.
  • Οι υπόλοιπες ασφαλιστικές εταιρείες μοιράστηκαν άμεσα (φυσικά...) το μερίδιο της αγοράς, που κατείχε η ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ, πήραν δηλαδή το καλό μέρος της κληρονομιάς της, χωρίς όμως να αναλάβουν και τις υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε αυτό... (δηλαδή, ό,τι γίνεται με τις "καλές" και "κακές" τράπεζες, βλ. ΑΤΕ κλπ.).
  • Και, τελικά, όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι για το Επικουρικό, που ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα συμβεί, θεσπίστηκαν τα απαράδεκτα μέτρα του ν. 4092/12, με κύριο σκοπό όχι τον περιορισμό των οφειλών του Επικουρικού Κεφαλαίου για "κοινωνικούς σκοπούς", "δημόσιο συμφέρον" κλπ. αλλά τη θέσπιση πλαισίου, μέσα στο οποίο θα μπορούν να δημιουργούνται διαρκώς τέτοιες φούσκες, που θα ρυθμίζονται κατά καιρούς εκ του ασφαλούς με ανάλογο διαχωρισμό "καλής" και "κακής" ασφαλιστικής. Η "καλή" (δηλαδή το μερίδιο της αγοράς, τα συμβόλαια) θα αναδιανέμεται αυτόματα (εξ ανάγκης...) στην αγορά και η "κακή" (δηλαδή οι υποχρεώσεις που σωρεύτηκαν) θα μεταβιβάζεται πετσοκομμένη, κατά τον ν. 4092/12, στο "Επικουρικό" δηλαδή αφήνοντας στην πράξη το μέγιστο μέρος αυτών στην πλάτη των εκάστοτε πρώην ασφαλισμένων αλλά ακάλυπτων πελατών.
 
Ο ν. 4092/12 προσφέρει ήδη με τις ρυθμίσεις του το πλαίσιο για ανάλογη διαχείριση κάθε νέας "φούσκας" και κυρίως διαμορφώνει την πεποίθηση πως αφού επιβλήθηκε και πέρασε μία φορά κάτι τόσο εξωφρενικό, η επόμενη θα είναι σίγουρα πολύ ευκολότερη και ίσως ακόμα χειρότερη...
Γι' αυτό πέραν όσων ήδη αναπτύσσονται στις γνωστές αποφάσεις εναντίον των ρυθμίσεων  του ν. 4092/12 για το Επικουρικό, καλό θα είναι να προβάλλεται και ο παραπάνω συλλογισμός ως προς τον πραγματικό κοινωνικό σκοπό του Επικουρικού καθώς και να εξηγείται η ως άνω πραγματική σκοπιμότητα των νέων ρυθμίσεων, που στην ουσία θα αναπαράγουν διαρκώς φαινόμενα "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ". Και είναι σίγουρα και γι' αυτό το λόγο αναγκαία η κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών στην πράξη, διαφορετικά θα βλέπουμε όλο και περισσότερους "επιχειρηματίες" να μετατρέπουν στην ουσία ασφαλιστικές εταιρείες σε "ριχτάδικα" με "μπροστινούς" και όλα τα συναφή... (οι "όροι" δεν είναι δικοί μου, χρησιμοποιούνται από τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος για να περιγράψουν παράνομες δραστηριότητες με ακριβώς ανάλογο περιεχόμενο!...).
Δεν μου φαίνεται πάντως πολύ τυχαία η ραγδαία "άνθηση" της ασφάλισης αυτοκινήτων μέσω διαδικτύου, που συνέπεσε χρονικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις, από εταιρείες, που δεν είναι οι ίδιες οι γνωστές μεγάλες ασφαλιστικές αλλά τελούν κατά δήλωσή τους υπό την σκέπη αυτών (βλ. π.χ. "EVERYTIME από την INTERRUSSIAN"....), χρησιμοποιούν δηλαδή την εμπιστοσύνη που έχει θεμελιωθεί στην αγορά προς αυτές αναφέροντας το όνομά τους, χωρίς όμως να είναι τόσο βέβαιο ότι θα είναι και αυτές συνυπόχρεες σε περίπτωση ατυχήματος...
Είναι πάντως προφανές από όλα τα ανωτέρω ότι οι ρυθμίσεις του ν. 4092/12 βρίσκονται στην πραγματικότητα σε ευθεία αντίθεση και προς το μόνο σκοπό του Επικουρικού, από αυτούς που εκτίθενται στη σχετική γνωμοδότηση του (καθηγητή μου) κ. Σπυρόπουλου, που δεν θίγεται μέχρι τώρα στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις αρκετά, δηλαδή το "δημοσίου συμφέροντος οικονομικό σκοπό" της παρέμβασης στην ασφαλιστική αγορά για την εύρυθμη λειτουργία τηςΕκτός, βέβαια, αν ως εύρυθμη λειτουργία της αγοράς νοείται μόνο η πραγμάτωση εισπράξεων εκ μέρους  των ασφαλιστικών εταιρειών και όχι και η πραγματική κάλυψη, τελικά, των ασφαλιστικών υποχρεώσεων...

Αθήνα, 21-3-2014
Κώστας Ζηκογιάννης
Δικηγόρος Αθηνών
τηλ. επικοινωνίας: 210-6411518
email: zikogiannislaw@gmail.com

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Νόμος Κατσέλη (3869/10): Μία παγίδα, στα μέτρα των τραπεζών και ποια είναι η λύση.


Όπως συμβαίνει στους περισσότερους δικηγόρους στις μέρες μας, βρίσκομαι κι εγώ συχνά με υποψήφιους πελάτες, που επιθυμούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του "νόμου Κατσέλη" (ν. 3869/10). Πολλές φορές μάλιστα δεν ζητούν να μάθουν τι δυνατότητες έχουν γενικά για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αλλά έρχονται αποφασισμένοι ότι πρέπει να εκκινήσουν αυτή τη διαδικασία.
    Δυστυχώς αυτό που δεν λέει κανείς είναι ότι ο "νόμος Κατσέλη" προσφέρει πραγματικά λύση σε ένα πολύ μικρό ποσοστό από το σύνολο των υπερχρεωμένων συμπολιτών μας. Αντίθετα προς τις προσδοκίες που καλλιεργούνται, άγνωστο από ποιους, οι περισσότεροι που επιδιώκουν την υπαγωγή τους σε αυτές τις διατάξεις τελικά θα αποτύχουν (ήδη αποτυγχάνουν, δεν είναι απλώς πρόβλεψη) και όχι μόνο δεν θα θεραπεύσουν το πρόβλημα αλλά θα το βρουν μπροστά τους ακόμα πιο διογκωμένο στο μέλλον.

Παρά ταύτα τα πινάκια των Ειρηνοδικείων είναι γεμάτα με τέτοιες υποθέσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων θα έχει ατυχή κατάληξη. Το μόνο που, κατ' αρχάς, επιτυγχάνεται είναι η παραγωγή μιας επιπλέον δικηγορικής ύλης, πράγμα που ως δικηγόρος είμαι υποχρεωμένος να θεωρώ καλό (αν και συχνά ακούω κάποια εξωφρενικά "τιμολόγια" συναδέλφων για μια απλή τέτοια διαδικασία του ν. 3869/10).
Αυτό που δεν μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα αρχικά ήταν γιατί οι ίδιες Τράπεζες εμφανίζονται να κατευθύνουν τον κόσμο στην υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη,  αν όχι να τη διαφημίζουν κιόλας!..


Ο χρόνος και τα αποτελέσματα έχουν πλέον αποδείξει την αιτία...
         Οι τράπεζες, που φαινομενικά θίγονται από αυτόν το νόμο, με τη διαδικασία αυτή έχουν μία σειρά από όχι ασήμαντα ωφελήματα:
  • Πετυχαίνουν να έχουν μία, έστω μικρή, μηνιαία είσπραξη από όλους αυτούς τους πελάτες τους, που πιθανότατα στην πλειοψηφία τους δεν θα κατέβαλαν τίποτα. Το πετυχαίνουν μάλιστα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, της τάξης των 3-4 ετών, καθώς οι υπόχρεοι παροτρύνονται από τους ίδιους τους δικηγόρους τους να είναι συνεπείς σε αυτές τις πληρωμές για να μπορούν να εμφανιστούν ευπρόσωπα στο δικαστήριο που θα κρίνει το ζήτημα.
  • Επίσης παίρνουν μια οικειοθελή απεικόνιση της πραγματικής οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης του πελάτη - οφειλέτη τους, που ίσως σε αρκετές περιπτώσεις να τους προσφέρει γνώση π.χ. περί κάποιων περιουσιακών στοιχείων, την οποία δεν είχαν πριν και, το σημαντικότερο, ο πελάτης - οφειλέτης δεσμεύεται ότι δεν θα εκποιήσει τίποτα από αυτή μέχρι το τέλος της διαδικασίας (ουσιαστικά αποκτούν εξασφάλιση παρόμοια με την προσημείωση...)!
  • Τέλος, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας έχουν ένα 5%-10% περίπου των περιπτώσεων να υπάγεται τελικά στη ρύθμιση του νόμου Κατσέλη, από την οποία και πάλι δεν χάνουν, αφού εισπράττουν ένα μέρος έστω της οφειλής και το υπόλοιπο 90%-95% βρίσκεται να συνεχίζει να οφείλει τα αρχικά ποσά, έχοντας καταβάλλει ένα μικρό μέρος, που δεν καλύπτει ούτε τους τόκους του διαστήματος που διέτρεξε.
  • Για αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία, οι τράπεζες θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την πλήρη εξόφληση των αξιώσεών τους με όλα τα μέσα, που διαθέτουν ήδη ή θα διαθέτουν στο μέλλον (βλ. π.χ. πλήρης απελευθέρωση κατασχέσεων και της πρώτης κατοικίας) έχοντας πλέον και ένα παραπάνω όπλο: την τουλάχιστον έμμεση δικαστική ομολογία του ύψους της οφειλής εκ μέρους των οφειλετών τους από τη διαδικασία του νόμου Κατσέλη!!!
       Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πει κανείς ότι κι αν δεν υπήρχε νόμος Κατσέλη οι τράπεζες θα έπρεπε να τον ανακαλύψουν!... (κατά παράφραση της γνωστής επωδού περί βαρβάρων και άλλων τινών...).
Και επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι δεν αρκεί να απορρίπτει απλώς κανείς ό,τι δεν θεωρεί σωστό αλλά πρέπει να προτείνεται και η εναλλακτική, μπορώ με βεβαιότητα να αντιπροτείνω την ευθεία και ξεκάθαρη αμφισβήτηση των οφειλών προς τις τράπεζες.
Το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών "χορηγήσεων" της τελευταίας δεκαπενταετίας έχει γίνει με ληστρικές πρακτικές και όρους (και ιδίως επιτόκια) και, εφόσον διεκδικηθεί η αναγνώρισή τους, μπορεί να επιτευχθεί, κατά περίπτωση, σημαντική μείωση ή και διαγραφή της οφειλής.  

       Εγώ, ως δικηγόρος, συνεργάζομαι με επιχείρηση επεξεργασίας  δεδομένων (www.DataReplete.gr) που, με τη χρήση ειδικού λογισμικού και λαμβάνοντας υπ' όψιν τους επί μέρους όρους κάθε ξεχωριστής σύμβασης, απεικονίζει με ακρίβεια όλες αυτές τις διαφορές και τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά... (σχετικά μπορείτε να δείτε στο ατελές ακόμα site τους). Με αυτόν τον τρόπο έχω χειριστεί ήδη δεκάδες τέτοιες υποθέσεις με επιτυχία.

Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό όσων μαθαίνουν όλα αυτά, θα αποφασίσουν τελικά να δράσουν, απευθυνόμενοι σε εμένα ή σε οποιονδήποτε άλλο δικηγόρο για να διεκδικήσουν αυτά που δικαιούνται.

Αυτό ακριβώς είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής των τραπεζών (παλιά και συνηθισμένη πρακτική κάθε πολυεθνικής), οι οποίες κερδίζουν τέτοια ποσά από το σύνολο των θυμάτων τους, που τους είναι αδιάφορο το μικρό ποσοστό αυτών που θα τις αμφισβητήσει... Αρκεί η πραγματική αντίδραση να παρουσιάζεται ως "γραφικότητα" (ή με όποιον άλλο χαρακτηρισμό ταιριάζει ανά εποχή) και, κυρίως, να παρουσιάζεται ως αδύνατη ή αναποτελεσματική, ενώ παράλληλα πρέπει να υπάρχει και μία "βαλβίδα εκτόνωσης", χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο... Μέρος αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία του νόμου Κατσέλη... Αυτό εξάλλου είναι και το καλό για αυτούς που θα πάρουν την απόφαση να αντιδράσουν, γιατί αν μεγάλωνε υπερβολικά το ποσοστό αυτών που θα κινούνταν εναντίον των τραπεζών, τότε αυτές θα έπαυαν να αδιαφορούν και θα έβρισκαν τον τρόπο να αποφύγουν τη διόγκωση των απωλειών τους.

Συμπέρασμα: 
Σε όποια θέση κι αν βρίσκεται κανείς σε επίπεδο τραπεζικού δανεισμού (είτε είναι δηλ. ενήμερος είτε ήδη έχει διαταγές πληρωμής και κατασχέσεις σε βάρος του), έχει μόνο μία λύση: Να αναζητήσει τώρα τη μόνη αληθινή διέξοδο, αυτή της αμφισβήτησης των οφειλών του.

Αθήνα, 15-3-2014
Κώστας Ζηκογιάννης
Δικηγόρος
τηλ. επικοινωνίας 210-6411518
email: zikogiannislaw@gmail.com 
 


Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΟΑΕΕ


         Είναι κοινώς γνωστό ότι ο ΟΑΕΕ και παλιότερα το ΤΕΒΕ καταδιώκουν (και) ποινικά τους ασφαλισμένους τους για τη μη καταβολή εισφορών.
        Θεωρώντας εξ ορισμού παράλογη αλλά και παράνομη την επένδυση της προσπάθειας διοικητικού καταναγκασμού προς είσπραξη με το μανδύα της "ποινικής μεταχείρισης", επιχείρησα να μελετήσω το νομικό πλαίσιο αυτής της ποινικής διαδικασίας.
        Συνοπτικά το αποτέλεσμα ήταν το ακόλουθο:
      Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η διάταξη που εφαρμόζεται είναι αυτή  του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, κατά ανεπίτρεπτη (κατά την άποψή μου) αναλογική επέκταση του πεδίου εφαρμογής της, όπως θεσπίζεται ρητά στο γράμμα αυτής, καθιστώντας απαράδεκτη κάθε τέτοια ποινική δίωξη ως αντικείμενη σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές προστατευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Π.Κ. καθώς και το άρθρο 7 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
       Παραθέτω αμέσως κατωτέρω αυτή τη μελέτη προκειμένου να μπορεί οποιοσδήποτε να τη δει και να τη χρησιμοποιήσει.
       
        Πρέπει, πάντως, να επισημάνω τα εξής:
  • Αναμένω και θα δεχθώ με χαρά κάθε αντίθετη άποψη προς συζήτηση και προβληματισμό. Πιθανότατα πολλοί νομικοί, επαρκέστεροι εμού, μπορούν είτε να αντιλέξουν είτε να ενισχύσουν τις απόψεις μου.
  • Η μελέτη μου είναι στη διάθεση κάθε συναδέλφου δικηγόρου για να τη χρησιμοποιήσει, εάν το κρίνει σωστό. Αν το θέλει, ευχαρίστως να συνεισφέρω και εγώ σε αυτό.
  • Είναι επίσης στη διάθεση και οποιουδήποτε άλλου, αλλά πρέπει να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι η προβολή της χωρίς νομική συμπαράσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη και περίπλοκη.
  • Σε κάθε περίπτωση είμαι ο ίδιος στη διάθεση οποιουδήποτε είτε για να τον υπερασπιστώ προσωπικά είτε για να εξηγήσω, στο μέτρο του δυνατού, πώς θα μπορούσε να προβάλλει κανείς και μόνος του το σχετικό ισχυρισμό ενώπιον Δικαστηρίου.
        Ολόκληρο το κείμενο της μελέτης αμέσως κατωτέρω:
         Η ποινική δίωξη επαγγελματιών κάθε ειδικότητας για τη μη καταβολή των εισφορών ασφάλισης των ιδίων ασκείται απαραδέκτως, με ανεπίτρεπτη αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 § 1 του Α.Ν. 86/1967, η οποία δεν καταλαμβάνει την συγκεκριμένη πράξη (μη καταβολή εισφορών αυτού του είδους), ήτοι κατά παράβαση της βασικής αρχής του ποινικού δικαίου «Καμία ποινή χωρίς νόμο», που ενσωματώνεται στα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος και, βεβαίως, στο άρθρο 1 του Π.Κ. Ειδικότερα:
          Η διατύπωση των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 είναι η εξής:
«1. Οστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς Λογαριασμούς, δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ’ ής αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών.
2.Οστις παρακρατών ασφαλιστικάς εισφοράς των παρ’ αυτώ εργαζομένων επι σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παράγραφον 1 Οργανισμούς δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός αφ΄ ης κατέστησαν απαιτηταί τιμωρείται επί υπ’ εξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών».
          Είναι απολύτως προφανές ότι και οι δύο παραπάνω διατάξεις αναφέρονται ρητά και αποκλειστικά στις ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλονται για την εργασία εργαζομένου με εξαρτημένη εργασία, οι οποίες διαχωρίζονται πάντα σε δύο κατηγορίες:
Α) Τις εργοδοτικές, δηλαδή τις εισφορές που καταβάλλει ο ίδιος ο εργοδότης εξ ιδίων για την ασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου σε αυτόν. Και
Β) Τις παρακρατούμενες από το μισθό του εργαζομένου, δηλαδή εισφορές που καταβάλλονται από τον ίδιο τον εργαζόμενο ως ποσοστό από το μισθό του.
          Στις διατάξεις αυτές προβλέπεται συγκεκριμένη (διαφορετική) ποινική μεταχείριση για τη μη απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών της πρώτης ή της δεύτερης μορφής εκ μέρους του εργοδότη, καθώς κρίνεται βαρύτερης απαξίας πράξη η μη απόδοση χρημάτων που έχουν παρακρατηθεί από το μισθό του ίδιου του εργαζομένου έναντι της μη καταβολής αυτών, που οφείλονται από τον ίδιο τον εργοδότη.
          Με επόμενες διατάξεις νόμων έγιναν αλλαγές στα ποσά κλπ. που αναφέρονται ανωτέρω χωρίς όμως να αλλάξει ποτέ η παραπάνω διατύπωση. Αντίθετα, πολλές φορές επαναλαμβάνεται ρητά η αναφορά στα συγκεκριμένα είδη ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικές και παρακρατούμενες από τον εργαζόμενο). Ενδεικτικά, η διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005 αναφέρει:
«Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατούμενων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ».
Η ανωτέρω διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3904/2010 ως εξής:
«1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.».
Και πάλι η διατύπωση του εν λόγω άρθρου (τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίησή  του) καταδεικνύει χαρακτηριστικά ότι η πρόβλεψη του άρθρου 1 §§ 1-2 του Α.Ν. 86/1967 αναφέρεται και περιορίζεται μόνο στη μη απόδοση των δύο ειδών ασφαλιστικών εισφορών, που (αμφότερα) αφορούν εργαζόμενο σε εργοδότη και είναι αποδοτέα  από αυτόν (τον εργοδότη) και δη το μεν πρώτο είδος (εργοδοτικές εισφορές) ως οφειλόμενες από τον ίδιο απευθείας το δε δεύτερο (παρακρατούμενες εισφορές από το μισθό) ως οφειλόμενες λόγω της παρακράτησης εκ μέρους του.
Η εφαρμογή, συνεπώς, της § 1 του άνω άρθρου για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά επαγγελματιών (κάθε είδους) για τη μη απόδοση ασφαλιστικών εισφορών, που ούτε «εργοδοτικές» είναι (§ 1) ούτε παρακρατούνται από το μισθό κάποιου εργαζομένου (§ 2) είναι ανεπίτρεπτη. Οι ασφαλιστικές εισφορές των επαγγελματιών στα Ταμεία τους αφορούν την ασφαλιστική κάλυψη του εαυτού τους και, συνεπώς, δεν μπορούν να περιγραφούν με οποιαδήποτε από τις σαφείς και περιοριστικές περιγραφές του εν λόγω νόμου. Η αναφορά σε «ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες αυτόν τον ίδιο» είναι προφανές ότι γίνεται για την αντιδιαστολή προς τις ασφαλιστικές εισφορές που παρακρατούνται από τον εργαζόμενο, δηλ. βαρύνουν τον εργαζόμενο. Για την αποφυγή δε αυτής ακριβώς της παρερμηνείας ο νομοθέτης έθεσε σε παρένθεση τον απολύτως επεξηγηματικό και σαφή προσδιορισμό «εργοδοτικές». Ο επεξηγηματικός αυτός προσδιορισμός περιορίζει αναγκαία και υποχρεωτικά από το σύνολο των διαφόρων ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν έναν επαγγελματία, ως ποινικά σημαντικές, μόνο αυτές που μπορούν να χαρακτηρίζονται ως «εργοδοτικές». Οι ασφαλιστικές εισφορές του επαγγελματία για την ασφάλιση του εαυτού του προφανέστατα δεν περιγράφονται ως «εργοδοτικές».
Ο Ο.Α.Ε.Ε. στηρίζει την άσκηση ποινικών διώξεων για την επιδίωξη είσπραξης των εισφορών, που οφείλονται προς αυτόν, αδιακρίτως, στη διάταξη του άρθρου 16 § 1 εδ. δ’ του Καταστατικού του της 23-12-2005 (π.δ. 258/2005, ΦΕΚ Α’ 316, 28-12-2005), όπου αναφέρεται:
«1. Οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε., από πάσης φύσεως καθυστερούμενες εισφορές, πρόσθετα τέλη και ειδικές προσαυξήσεις, εισπράττονται κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά. Τίτλους για τη βεβαίωση και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού αποτελούν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών και Προσθέτων Τελών (Π.Ε.Ε.Π.Τ.), που συντάσσονται από τα αρμόδια προς τούτο όργανα του. Το ποσό των Π.Ε.Ε.Π.Τ. δεν αναπροσαρμόζεται και εξοφλείται με τις προβλεπόμενες κάθε φορά προσαυξήσεις. Ο Οργανισμός διατηρεί το δικαίωμα να προβαίνει ΚΑΙ στις ενέργειες, που προβλέπονται ΚΑΙ από τον αναγκαστικό νόμο 86/1967 (136 Α'), όπως ισχύει κάθε φορά».
Όπως καθίσταται σαφές από την ανωτέρω διατύπωση του Καταστατικού, με αυτή τη διάταξη δεν θεσπίζεται κάποια επέκταση του πεδίου εφαρμογής του α.ν. 86/1967, όπως αυτό προσδιορίζεται στην εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, γίνεται σαφής αναφορά στη δυνατότητα του Ο.Α.Ε.Ε. να επιδιώκει και την εφαρμογή των διατάξεων του α.ν. 86/1967, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο και πάντοτε στο πλαίσιο που αυτές ισχύουν κάθε φορά και όχι κατά οποιαδήποτε επέκταση του πλαισίου αυτού.
Εν ολίγοις η ως άνω διάταξη του εν λόγω Καταστατικού (ακόμα κι αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ως νομοθέτημα πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, που απαιτούνται για να μπορεί να καθιερώνει ποινική ευθύνη, επεκτείνοντας το πλαίσιο εφαρμογής του ως άνω αναγκαστικού νόμου) είναι απολύτως σαφές ότι δεν προβαίνει σε καμία επέκταση του πεδίου εφαρμογής της προκείμενης ποινικής διάταξης αλλά απλώς παραπέμπει σε αυτή, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. Συνεπώς, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ο Ο.Α.Ε.Ε. μπορεί να επιδιώξει την εφαρμογή του α.ν. 86/1967 μόνο όταν και αν οι οφειλόμενες προς αυτόν εισφορές περιλαμβάνονται σε αυτές που αναφέρει ο εν λόγω αναγκαστικός νόμος, δηλ. είναι είτε εργοδοτικές είτε παρακρατούμενες από μισθό (έστω εν ευρεία εννοία). Επικουρικά βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι διαφορετική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης του Καταστατικού – Προεδρικού Διατάγματος θα εξακόντιζε αυτήν εκτός του πλαισίου νομοθετικής εξουσιοδότησης από το άρθρο 12 του ν. 2696/1999, οπότε και εξ αυτού του λόγου θα πρέπει να ερμηνευθεί αυτή ως ανωτέρω.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα «εργοδοτικών εισφορών» καταβλητέων σε ασφαλιστικό οργανισμό αυτοαπασχολουμένων (και μάλιστα με πρόσφατο νόμο) είναι οι ασφαλιστικές εισφορές των νέων δικαστικών λειτουργών, για τους οποίους ο ν. 4075/2012 στο άρθρο 39 προβλέπει:
«Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που διορίζονται στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια για κύρια σύνταξη σε ειδικό κλάδο με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.). Για την ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα από το άρθρο 22 του ν. 2084/1992 (Α' 165), για τους εμμίσθους ασφαλισμένους. Η εργοδοτική εισφορά βαρύνει το Δημόσιο».
Τα ανωτέρω ισχύουν και για μια σειρά νομοθετημάτων, που προέβλεψαν ρητά την εφαρμογή του α.ν. 86/1967 για εισφορές, που οφείλονται προς διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, όπως το Τ.Σ.Α.Υ. (άρθρο 4 § 5 ν. 982/1979), το Τ.Α.Κ.Ε. (άρθρο 5 ν.δ. 228/1973) ή το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (άρθρο 21 § 2 ν. 915/1979), με τα οποία επίσης δεν θεσπίστηκε καμία απολύτως επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ως άνω αναγκαστικού νόμου παρά μόνο ορίστηκε ρητά η εφαρμογή του για τις ασφαλιστικές εισφορές, που ήταν καταβλητέες σε αυτά τα ταμεία, πάντοτε υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι αυτές μπορούν να περιγραφούν ως εργοδοτικές ή ως παρακρατούμενες εργατικές, όπως ακριβώς προβλέπει ο εν λόγω νόμος.
Είναι διάχυτη στο δίκαιο σε πληθώρα διατάξεων η χρήση του προσδιορισμού «εργοδοτικές» για το συγκεκριμένο είδος ασφαλιστικών εισφορών και όχι, βεβαίως, για την αναφορά στις εισφορές αυτασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων οποιασδήποτε ειδικότητας. Ο ακριβής ορισμός της έννοιας δεν δίνεται ρητά σε διάταξη ελληνικού νόμου, κυρίως και ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται ευρύτατα για να περιγράψει τις εισφορές του εργοδότη και όχι βεβαίως της εισφορές αυτασφάλισης ενός επαγγελματία. Ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο 14 § 6 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α., όπου χρησιμοποιείται ο όρος:
«Η ασφαλιστική εισφορά είναι ενιαία, μη δυναμένου του εργοδότου να καταβάλη ιδιαιτέρως το προερχόμενον εκ της εργοδοτικής εισφοράς ή εισφοράς του ησφαλισμένου τμήμα ταύτης».
Ο όρος «εργοδοτικές εισφορές» επανειλημμένα χρησιμοποιείται σε σωρεία νομοθετημάτων για να προσδιορίσει ότι η εισφορά, που καθιερώνεται με αυτά, είναι καταβλητέα από τον εργοδότη και δεν παρακρατείται από το μισθό του εργαζομένου. Ενδεικτικό και πάλι παράδειγμα η διάταξη του άρθρου 9 § 1 περ. δ’ του β.δ. 502/1963 (που προστέθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 112/13-18 Μαρτίου 1991):
«1. Πόροι του Ταμείου Αρωγής ορίζονται: …
δ. Εργοδοτική εισφορά εκ ποσοστού 1% επί των αποδοχών που υπολογίζεται και η εισφορά των μετοχών. Η εισφορά αυτή καταβάλλεται από 1.5.1990, σύμφωνα με την από 7.3.1990 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο α.ν. 86/1967 αντικατέστησε (στην ουσία) τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1373/1944 και του άρθρου 26 § 6 του α.ν. 1846/1951, οι οποίες ρητά καταργήθηκαν με το άρθρο 3 του α.ν. 86/1967. Με την πρώτη από τις άνω καταργούμενες διατάξεις θεσπιζόταν ποινική μεταχείριση για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε περαιτέρω διάκριση. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι και τότε η διάταξη αυτή είχε στόχο μόνο την εισφοροδιαφυγή, που αφορούσε την εξαρτημένη εργασία, δεδομένου ότι στην τροποποίηση αυτής με το άρθρο 5 § 1 του ν.δ. 4577/1966 γίνεται επεξηγηματική αναφορά περί «εισφορών εργοδότου ή ησφαλισμένου»! Η δεύτερη καταργηθείσα διάταξη αναφερόταν μόνο σε παρακρατούμενες από το μισθό του εργαζομένου εισφορές και παρέπεμπε ευθέως για τις εργοδοτικές εισφορές στην πρώτη διάταξη, που όπως προαναφέρθηκε ήταν γενική και δεν περιείχε την επεξήγηση «εργοδοτικές» που τέθηκε στον α.ν. 86/1967. Είναι λοιπόν προφανές ότι η προσθήκη στο γράμμα του νόμου του επεξηγηματικού και περιοριστικού προσδιορισμού σε παρένθεση «(εργοδοτικών)» καταδεικνύει τη σαφή βούληση του νομοθέτη να περιοριστεί η εφαρμογή της διάταξης σε αυτό το είδος εισφορών.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να αποδίδεται στον έλληνα νομοθέτη η βούληση να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του α.ν. 86/1967 σε εισφορές άλλες πέραν των εργοδοτικών και των παρακρατούμενων, όταν σε σωρεία νομοθετικών κειμένων, που τέθηκαν μετά το 1967, δεν προέβη ποτέ στην απλούστατη διαγραφή μίας λέξης: «(εργοδοτικών)», που παραμένει στο κείμενο του νόμου περιορίζοντας ξεκάθαρα την εφαρμογή του μόνο επί εισφορών που μπορούν να περιγραφούν με αυτή. Δεν το έκανε μολονότι προέβη σε τροποποιήσεις του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 τρεις φορές μόνο μέσα στο 2012 (ν. 4038/2012, 4075/2012 και 4087/2012)!!! Φρονώ πως είναι αρκετές για να θεωρήσουμε ότι άφησε τη λέξη αυτή εκεί σκόπιμα…
Σε κάθε περίπτωση σαφής ορισμός της έννοιας των εργοδοτικών εισφορών δίνεται ρητά και πανηγυρικά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία:
«Εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.12)
4.08 Ορισμός: Οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή σε άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση, με σκοπό να εξασφαλίσουν κοινωνικές παροχές για τους εργαζομένους τους». (παράρτημα Α, Κεφάλαιο 4 παράγραφος 4.08 του  Κανονισμού υπ’ αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 174 της 26/06/2013 σ. 0001 - 0727). 
Ο ανωτέρω ορισμός είναι, βεβαίως, προφανής αλλά ενισχύεται έτι περαιτέρω κατ’ αντιπαραβολή προς τον ορισμό, στο ίδιο νομοθέτημα, των υπολοίπων κοινωνικών εισφορών υπό τον όρο «κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών (D.61)»:
«4.100 Ορισμός: Οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλονται για δικό τους λογαριασμό από τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους ή τους μη απασχολούμενους στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης».
Εξ όλων των ανωτέρω καταδεικνύεται και σε νομικό επίπεδο αυτό που, ούτως ή άλλως, είναι προφανές και, πιθανότατα, δεν ήταν καν αναγκαίο να θεμελιωθεί με όλα τα παραπάνω: Ότι η λέξη «εργοδοτικές» ως προσδιοριστική των ασφαλιστικών εισφορών που περιγράφονται στον α.ν. 86/1967, αναφέρεται στις ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλουν οι εργοδότες στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων τους και όχι τις εισφορές που οφείλει κάθε αυταπασχολούμενος επαγγελματίας στο ασφαλιστικό ταμείο, που ασφαλίζεται ο ίδιος.
Η άσκηση ποινικής δίωξης βάσει του άρθρου 1 § 1 του α.ν. 86/1967 για τη μη καταβολή εισφορών επαγγελματιών προς το ασφαλιστικό τους ταμείο αποτελεί μη νόμιμη αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διάταξης για πράξη που δεν προβλέπεται με αυτή. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Α.Π. σε Ολομέλεια δεν έχει δεχθεί ως νόμιμη την αναλογική εφαρμογή του άνω άρθρου σε περίπτωση πολύ πιο κοντινή (μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών προς το Ν.Α.Τ. βλ. ΑΠ Ολομ 587/1991, ΠοινΧρ ΜΑ’ σελ. 1120).
Συνεπώς, η αναλογική εφαρμογή της άνω ποινικής διάταξης κατά τον τρόπο αυτό, ήτοι για την ποινική δίωξη επαγγελματιών κάθε είδους για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών που οφείλουν για την ασφάλιση των ιδίων, η οποία δεν εμπίπτει στο πραγματικό της εφαρμοζομένης διάταξης, είναι απολύτως ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη, καθώς αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές προστατευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Π.Κ. καθώς και το άρθρο 7 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
Αθήνα, 13-3-2014
Κωνσταντίνος Αθ. Ζηκογιάννης
Δικηγόρος Αθηνών
     τηλ. επικοινωνίας 210-6411518
     email zikogiannislaw@gmail.com